ὠγμός

ὠγμός
ὠγμός
a crying oh!
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ώγμος — ὁ, (Α, ὦγμος) ὄγμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλη γρφ. τού ὄγμος*] …   Dictionary of Greek

  • ωγμός — ὁ, Α [ὤζω] (κατά τον Ησύχ.) «φωνὴ μετὰ τοῡ ἐκβοηθῆναι ἢ μετὰ χειροτονίας» …   Dictionary of Greek

  • όγμος — ὄγμος και δ. γρφ. ὦγμος, ὁ (Α) 1. γραμμή, ιδίως αυλάκι ανοιγμένο σε αγρό από άροτρο 2. λωρίδα καλλιεργημένου αγρού 3. το έργο τών θεριστών που γίνεται κατά σειρές, η σειρά που κάνει ο θεριστής («δράγματα δ ἄλλα μετ ὄγμον... πῑπτον», Ομ. Ιλ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”